δωδεκῄς
Look at other dictionaries:
πρωτόβοιος — ον, Α (κυρίως φρ.) «πρωτόβοιος δωδεκῄς» θυσία 12 ζώων με πρώτο στη σειρά ένα βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βοιος (< βοῦς, βοός), πρβλ. εκατόμ βοιος, εννεά βοιος] … Dictionary of Greek
πρωτόβοιος — ον, Α (κυρίως φρ.) «πρωτόβοιος δωδεκῄς» θυσία 12 ζώων με πρώτο στη σειρά ένα βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βοιος (< βοῦς, βοός), πρβλ. εκατόμ βοιος, εννεά βοιος] … Dictionary of Greek